Ιστορία

Ο Γερμανός ψυχολόγος William Stern διατύπωσε το βασικό ορισμό του IQ το 1912, όταν καθόρισε το δείχτη νοημοσύνης ως αναλογία της «νοητικής ηλικίας» και της «πραγματικής χρονολογικής ηλικίας»

100×(mental age/chronological age)

Για παράδειγμα, αν ένα δεκάχρονο αγόρι έχει τις νοητικές ικανότητες ενός δεκατριάχρονου, τότε το IQ του ισούται με 130(100*13/10).

Κατά τη διάρκεια των εξετάσεων χρησιμοποιούνται εργασίες, που διαχωρίζονται ανάλογα με την ηλικία των ατόμων, που κατά μέσον όρον μπορούν να τις εκτελέσουν. Η νοητική ηλικία καθορίζεται μετά με βάση τις πλέον πολύπλοκες εργασίες, που ένα εξεταζόμενο άτομο είναι ικανό να επιτελέσει επαρκώς.

Ένας νοητικός δείχτης, δηλαδή IQ, μεταξύ 90 και 110 θεωρείται μέσος όρος.

Η εξίσωση όμως του Stern είναι λογική εφόσον αφορά στα παιδιά. Για τους ενήλικες ένας απορρέων δείχτης, γνωστός ως αποκλίνων δείχτης, χρησιμοποιείται για να συγκρίνουμε το επίπεδο των ατομικών νοητικών ικανοτήτων με το μέσο επίπεδο του πληθυσμού. Το 50% κατά προσέγγιση του πληθυσμού έχει ένα μέσο IQ (π.χ. 90-110). Το 13% περίπου του πληθυσμού έχει δείχτη 110 έως 139 και το 1.5% του παγκόσμιου πληθυσμού φθάνει το επίπεδο της μεγαλοφυΐας. Η χαμηλή νοημοσύνη καθορίζεται στην κλίμακα 80-89. Οι δείχτες κάτω του 70, με καθοδική κλίμακα, ορίζουν τους μωρούς, τους ηλίθιους και τους ανόητους. Οι μωροί επιδέχονται διδασκαλία και εκπαίδευση, οι ηλίθιοι επιδέχονται εκπαίδευση ενώ οι ανόητοι δεν επιδέχονται ούτε διδασκαλία μήτε εκπαίδευση. Το γεγονός όμως ότι έχεις ένα ορισμένο επίπεδο νοημοσύνης δεν παίζει κατ’ ανάγκην σημαντικό ρόλο στη ζωή σου. Εργάτες για παράδειγμα με βρώμικο κολάρο μπορούν να έχουν IQ πάνω από 125.

Οι μετρήσεις του IQ έχουν από τότε εξελιχθεί και ένα από τα πιο ακριβή τεστ είναι αυτό το συγκεκριμένο, που μόλις αυτή τη στιγμή σας αναφέραμε. Επειδή ωστόσο όλα αυτά τα χρόνια κάποια πράγματα άλλαξαν, μην εκπλαγείτε αν κατά τη διάρκεια αυτού του τεστ σας ζητήσουν να αναφέρετε την ηλικία σας. Κι αυτό για διασφαλίσει, ότι το αποτέλεσμα είναι όσο το δυνατό ακριβές. Καλή τύχη!